Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Πόπη Μπαλαμώτη – Σπιτά. Η Συγγραφέας

Πόπη Μπαλαμώτη – Σπιτά

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Πόπη Μπαλαμώτη – Σπιτά γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επί 25 έτη υπηρέτησε ως Καθηγήτρια Φιλόλογος στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση σε πολλά σχολεία της χώρας μας.
Με τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα την ποίηση ασχολείται από τα εφηβικά της χρόνια. Το ποίημά της «Νόμος Ζωής» είναι το πρώτο που έβγαλε από το συρτάρι των κλειδωμένων αναμνήσεών της, πολύ αργά, μόλις το 2000. Ο Πειραϊκός Σύνδεσμος το τίμησε με το Β΄ Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό του και το δημοσίευσε στα Πειραϊκά Γράμματα το 2001. Έτσι έγινε το πρώτο βάπτισμά της στο χώρο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, το λογοτεχνικό της έργο καταξιώθηκε με πολλές διακρίσεις σε πανελλήνιους διαγωνισμούς στην ποίηση, το διήγημα, τη νουβέλα και το χρονογράφημα.
Γνωρίζοντας την παιδική ψυχή ως εκπαιδευτικός και μητέρα, ασχολήθηκε και με την Παιδική Λογοτεχνία, στην οποία διακρίθηκε το 2005 για την ποιητική συλλογή της Δαυλός φωτοπερίχυτος από την «Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών» και το 2007 για την ποιητική της συλλογή Ανθισμένοι Κρίνοι από τη «Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά».
Πολλά έργα της έχουν δημοσιευθεί σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά και στον ημερήσιο τύπο της Αθήνας, του Πειραιά και κυρίως των Τρικάλων, της ιδιαίτερης πατρίδας της. Ποιήματά της έχουν περιληφθεί σε διάφορες ανθολογίες.
Επειδή ασχολείται συστηματικά και με τις εικαστικές τέχνες, ζωγραφική και αγιογραφία, συνδυάζει τη λεκτική έκφραση με την εικαστική απεικόνιση και διατυπώνει όχι μόνο με τις λέξεις αλλά και με το χρωστήρα το λυρισμό της λογοτεχνικής της έμπνευσης.
Διετέλεσε Γραμματέας στο Διοικητικό Συμβούλιο της «Πανελλήνιας Εταιρείας Λόγου και Τέχνης» (ΠΕΛΤ) και συμμετείχε στην έκδοση της εφημερίδας της Λόγος και Τέχνη, στην οποία ανελλιπώς αρθρογραφούσε.
Είναι τακτικό μέλος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (ΓΛΣ), του Συλλόγου Εικαστικών Καλλιτεχνών Ελλάδος (ΣΕΚΕΛ) «Ο Απελλής», του «Διεθνούς Ιδρύματος για την Ελληνική Γλώσσα και τον Πολιτισμό» (ΔΕΓΠ) και του «Ελληνικού Συνδέσμου των Ηνωμένων Εθνών» (ΕΣΗΕ).
Τα έτη 2006 και 2007 ήταν Γενική Γραμματέας της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών» (ΠΕΛ) και είχε την ευθύνη των Δελφικών Αγώνων Ποίησης. Επίσης υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής αρκετών πανελλήνιων διαγωνισμών.


Τα βιβλία της








Ποιήματα από την ποιητική της συλλογή
"Τα Τρικαλινά"


 Τρίκκη μου, ρήγισσα

Με καθαρόαιμα φαριά καλπάζεις, ρήγισσά μου,
σαν αύρα στεριανής δροσιάς στην πλατωσιά του κάμπου.
Στις φλέβες σου το πύρωμα της νιότης σεργιανίζει
κι ολοχρονίς ανθούς πετάει το καρπερό σου σώμα.

Της φλαμουριάς η Δήμητρα σου χάρισε τον ίσκιο
και στα σγουρά σου τα μαλλιά τα στάχυα του Αλωνάρη.
Μα, πες μου, πού σ’ αντάμωσε το πέλαγο και πήρες
το σμαραγδένιο αστράφτισμα στ’ αυγερινά σου μάτια;


Ληθαίος
Ι
Ό,τι κι αν δω στον ύπνο μου στον τόπο
που πρωταντίκρυσα τον κόσμο με γυρνά,
η νιότη στο παρόν ανηφορίζει
κι ήχους μ’ αρώματα του κάμπου με κερνά.

Στης καρπερής πατρίδας μου το χώμα,
που ΄΄πιάνει΄΄ ο σπόρος και γεννήματα μετρά,
σε σταροχώραφα πλατιά με πάν’ οι νύχτες
και σε μποστάνια νοτισμένα απ’ τα νερά.
ΙΙ
Στο πατρικό μου σπίτι ταξιδεύω
δίπλα στο τζάκι, που η φαμίλια μας δειπνά,
κι έξω τ’ ακούραστο ποτάμι μάς φιλεύει
νάμα ζωής, μ’ ασημοπότηρα στιπλνά.

Ανάβρες αναρίθμητες στις όχθες
στ’ άσπρα χαλίκια ξεπηδούν κελαρυστές
κι όμορφες νιες, της εργατιάς οι ψυχοκόρες,
σκορπούν δροσιά στους διψασμένους θεριστές.

Στην κοίτη λούζουν τα κορμιά τους οι λεβέντες
κι ο Ασκληπιός τους καμαρώνει κι αγρυπνά,
μην μάγισσες ρουφήχτρες τούς πλανέψουν
και το τραγούδι του τις μνήμες μου ξυπνά!
ΙΙΙ

Τι κι αν της Λήθης γιος είν’ ο Ληθαίος,
αξέχαστος μένει στο σύδεντρο του νου,
στο θρόισμα της λεύκας με γητεύει
κι αναζητώ τις χάρες κόσμου αλλοτινού.




Στη ρότα της οδού Ασκληπιού

Μ’ αστραφτερά κινήσαμε ποδήλατα
κι όνειρα πάλλευκα να πάμε στο σταθμό,
του μισεμού το τρένο να προλάβουμε,
στου ρολογιού συντονισμένοι το ρυθμό.

Κάτω απ’ το κάστρο ανάσες του πευκόδασου
σήκωναν κύμα αναθυμιάς στη συντροφιά
κι αυλές και πάρκα ξόμπλιαζαν την άνοιξη
σε κάδρα πλούσια σε ζωντάνια κι ομορφιά.

Κι ω! σαν, χορτάτοι χρώματα, διαβαίναμε
την ίσια ρότα της οδού Ασκληπιού,
στα κλώνια της αλέας μάς προβόδιζε
πράο το πνεύμα ενός θεού ζωοποιού.

Στις ακακίες λες μας καλοστράτιζε
η ανθοπλημμύρα μιας ουράνιας ευωδιάς,
κι αύρα του κάμπου τ’ άρωμά της σκλάβωσε
νωπό για πάντα στα θηκάρια της καρδιάς.



ΙΙ. Το ποτάμι

Σεμνός κι ακάματος εργάτης ο Ληθαίος
ήρεμος κύλαγε, σαν φίδι, το νερό,
που άστραφτε πράσινο γυαλί το καλοκαίρι,
μα τ’ αγριοχείμωνο βρυχιόταν ζοφερό.

Εφτά γιοφύρια σάμπως πάντρευαν με χάρη
τις όχθες του, που τις στεφάνωναν ιτιές,
πλατάνια αγέρωχα, χαμόδεντρα κι οι λεύκες
τρίλλιες ψιθύριζαν στ’ αγέρι λυγερές.

Κι έστεκαν γύρω του εκκλησιές, σαν παραστάτες,
και σπίτια πέτρινα με κήπους γιορτινούς,
ένα τζαμί και τα χασάπικα που εχτίσαν,
πρωτομαστόροι από καιρούς αλλοτινούς.



ΙΙΙ. Το κάστρο

Το κάστρο μέρα νύχτα καραούλι
κρατούσε ακοίμητος κι ατρόμητος φρουρός
κι εθάρρουν πως στην όψη των τειχών του
θα ’ριχνε κάτω τ’ άρματά του κάθε εχθρός.

Σαν πέτρινο μου φάνταζε καράβι
με το ρολόι του κατάρτι μεσιανό
κι ολόγυρα πυργιά και πολεμίστρες
μετρούσαν δόξες, που λογιάζω κι αγρυπνώ.

Βραχνές ξελαρυγγιάζονταν οι κάργιες,
ως να μιμούνταν των πολέμων ιαχές,
κι οι βάτραχοι καυγάδιζαν στο ρέμα
κι αναμετριόνταν σ’ ολονύχτιες ταραχές.



Τρικαλινό σελάγισμα

Πάμε για τη Μπουχούνιστα
σε μαγικό ζευγάρωμα
να δούμε τα θεόρατα πλατάνια,
που δρόσισαν στον ίσκιο τους
του δρόμου τ’ αποκάρωμα
κι αγγίζουν οι κορφάδες τους τα ουράνια.

Δώσε νερό του αλόγου σου
και πάψε τα χουγιάσματα,
χαλάρωσε, αμαξά, τα χαλινάρια,
να ιδώ μεσ’ στα φυλλώματα
σε τοξωτά αγκαλιάσματα
ζαφείρια και λαμπρά μαργαριτάρια.

Τρικαλινό σελάγισμα
και μεθυσμένα χρώματα
μ’ αισθήσεις ανεχόρταγες ν’ αδράξω
κι από τα πλατανόφυλλα
και τ’ ουρανού τα δώματα
στης μνήμης τα θηκάρια να φυλάξω.
Η γειτονιά των παιδικών μου χρόνων


Τα Κουτσομύλια

Βλάχα για γάμο στολισμένη η γειτονιά μου
ήρεμη γέρνει στη μπροστέλα τ’ αη-Λια,
λάμπουν στον ήλιο τα πλουμιά της φορεσιάς της,
καθώς της στέλνει από τον Κόζιακα φιλιά.

Σαν μισοφέγγαρο στη μέση, απ’ άκρη σ’ άκρη,
τη ζώνει η ρότα τσιμεντένιας δημοσιάς
και καλντερίμια σε κοτσίδες τα μαλλιά της
τα στεφανώνει των δυο λόφων ο πευκιάς.

Δεξιά το κάστρο στέκει αφέντης παραστάτης
με το ρολόι που την ώρα διαλαλεί,
αλέθει ο μύλος τα σπαρτά κι η άγια Μαρίνα
για προσευχή τους ενορίτες της καλεί.

Η Ντάπια ανάζερβα μιλάει με το νταμάρι,
που λες πως το ’κοψε σαν φέτα μια αστραπή,
κι εκεί ψηλά χάσκει το πέτρινο λαγούμι,
φευγιό του κάστρου, που το τύλιξε η σιωπή.

Κελαρυστός στο στρίφωμά της ο Ληθαίος
κυλάει κι οι βλάχοι με λεβέντικη καρδιά
χορεύουν δίπλα απ’ την τουλούμπα με κλαρίνα
και τραγουδούν την «κεντημένη της ποδιά»



Τα Χασάπικα

Παίνευα κάποτε σε φίλους για τα κάλλη της
την αγορά μας, τα περίφημα Χασάπικα,
πλατιά πετρόχτιστη ροτόντα καλοκάμωτη
πελεκημένη τεχνικά από χέρια λιάπικα.

Θριαμβικές αψίδες τέσσερις οι πύλες της
ίσια σε πήγαιναν θαρρούσες στον παράδεισο
και στην καρδιά της κρύα βρύση τετρακέφαλη
έβγαζε αστέρευτο νερό, λες απ’ την άβυσσο.

Συντροφικά σε μισοφέγγαρα ολοτρόγυρα
τριανταδύο χασαπιά κι οχτώ μανάβικα
σκληρά μοχθούσαν πλάι σ’ ένα πατσατσήδικο,
τρεις καφενέδες κι άλλα τέσσερα ψαράδικα.

Στης βιοπάλης τους ρυθμούς οι μαγαζάτορες
με χωρατά διαλαλούσαν τα εμπορεύματα,
κρέατα ντόπια, ψάρια Κάρλας, φρέσκα λάχανα,
καυτό και νόστιμο πατσά με καρυκεύματα!

«Κτήριο τέτοιας ομορφιάς, που να στεγάζονται
φρούτα, τσιπούρες και τα σφάγια μεσ’ στα αίματα,
άλλο δεν είδα» είπα κι ήρθανε στην πόλη μας
κι εγώ καμάρωνα, σαν άκουγα παινέματα.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου